- κύσθος
- κύσθοςpudenda muliebrianeut nom/voc/acc sgκύσθοςpudenda muliebriamasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύσθος — (I) ο (Α κύσθος) το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύσθος < *qus dho , που αποτελεί πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qu s , παρεκτεταμένη (με s ) μορφή τής ΙΕ ρίζας (s)qeu «σκεπάζω, καλύπτω» (πρβλ. και κεύθω), και επίθημα θος (πρβλ. (κέλευ θος) … Dictionary of Greek
κύσθον — κύσθος pudenda muliebria masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύσθου — κύσθος pudenda muliebria masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυσός — κυσός, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) α) κύσθος, αιδοίο β) «πυγή» 2. κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κύσθος* (Ι)] … Dictionary of Greek
χύστος — τὸ, Α ονομασία συστατικού από ένα θαλασσινό πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά και με τη γρφ. κύσθος (βλ. λ. κύσθος [ΙΙ)] … Dictionary of Greek
(s)keu-2, (s)keu̯ǝ : (s)kū- — (s)keu 2, (s)keu̯ǝ : (s)kū English meaning: to cover, wrap Deutsche Übersetzung: “bedecken, umhũllen” Material: O.Ind. skunüti, skunō ti, sküuti “bedeckt”; doubtful ku kūla “Hũlsen, armament, armor”, püṃ su kūla “Lumpenkleid … Proto-Indo-European etymological dictionary
кишка — укр. кишка, польск. kiszkа кишка; колбаса , полаб. koisа почка . Вероятно, родственно др. инд. kōṣṭhas внутренности, кишки , kōṣas футляр, ножны , возм., также греч. κύστις мочевой пузырь, пузырь, (кузнечный) мех , κύσθος женские половые… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Latin profanity — is the profane, indecent, or impolite vocabulary of Latin, and its uses. The profane vocabulary of early Vulgar Latin was largely sexual and scatological: the abundance[1] of religious profanity found in some of the Romance languages is a… … Wikipedia
γρόθος — και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος) 1. η γροθιά 2. μέτρο μήκους μσν. το άκρο τού χεριού αρχ. πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά» … Dictionary of Greek
εύμασθος — εὔμασθος, ον (Μ) (για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίους, καλοκαμωμένους μαστούς, ωραίο στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μασθός, υστερογενής τ. τού μαστός, αναλογικά πλασμένος προς άλλες ονομασίες μερών τού σώματος (πρβλ. βρόχθος, κύσθος, στήθος)] … Dictionary of Greek